αδιεκδίκητος

αδιεκδίκητος
-η, -ο
εκείνος για τον οποίο δεν υπάρχει διεκδίκηση: Πέρασαν χρόνια, αλλά η κληρονομιά έμενε αδιεκδίκητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδιεκδίκητος — η, ο [διεκδικώ] 1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται 2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαμφισβήτητος — η, ο [διαμφισβητώ] 1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος 2. αδιεκδίκητος …   Dictionary of Greek

  • αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… …   Dictionary of Greek

  • ανεικής — ἀνεικής, ές (Α) αδιαφιλονείκητος, αδιεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + νείκος «φιλονικία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”